wordl01

Ασφαλιστική ΟΡΟΛΟΓΙΑ

Ασφάλιση
Ασφάλιση είναι η συγκέντρωση τυχαίων και απρόβλεπτων κινδύνων με την μεταφορά τους σε ασφαλιστές, που συμφωνούν, έναντι ασφαλίστρου, να αποζημιώνουν τους ασφαλισμένους για τυχαίες ζημιές ή να παρέχουν άλλες χρηματικές παροχές ή υπηρεσίες, που συνδέονται με τον κίνδυνο.

Ασφαλισμένος
Ασφαλισμένος είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο συνομολογείται η ασφάλιση.

Αντασφάλιση
Αντασφάλιση είναι η ασφάλιση από τρίτο της ασφαλιστικής κάλυψης που προσέφερε ο ασφαλιστής ή πιο απλά η ασφάλιση μέρους του κινδύνου που ανέλαβε ένας ασφαλιστής από έναν άλλο εξειδικευμένο ασφαλιστή που ονομάζεται αντασφαλιστής. Με απλά λόγια, η αντασφάλιση είναι η ασφάλιση της ασφάλισης.

Aσφάλισμα
Ασφάλισμα λέγεται η οικονομική θυσία στην οποία υποβάλλεται ο ασφαλιστής, προκειμένου να αποκαταστήσει τις ζημιές ή τις απώλειες που υπέστησαν τα ασφαλιζόμενα αντικείμενα.

Συμβαλλόμενος «Λήπτης της Ασφάλισης»
Συμβαλλόμενος ή Λήπτης της Ασφάλισης είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που συνάπτει την σύμβαση ασφάλισης με τον ασφαλιστή, το οποίο είναι υποχρεωμένο να πληρώνει το ασφάλιστρο, έχοντας ταυτόχρονα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση.

Αποζημίωση
Αποζημίωση είναι η διαδικασία αποκαταστάσεως του ζημιωθέντος ασφαλισμένου, στην ίδια ακριβώς οικονομική θέση που βρισκόταν προ της επελεύσεως του κινδύνου του οποίου ασφαλιζόταν και ο οποίος και μόνον κίνδυνος του προκάλεσε την οικονομική ζημιά.

Ασφαλιστικός Κίνδυνος
Κίνδυνος στην ασφαλιστική τεχνική είναι η δυνατότητα που υπάρχει να συμβεί κάποιο γεγονός, που σαν συνέπειά του θα έχει ή τη μείωση της περιουσίας κάποιου προσώπου ή την ανάγκη αυξήσεώς της, προκειμένου να αντιμετωπιστεί μια έκτακτη ανάγκη.

Ασφάλιση σε πρώτο κίνδυνο
Ασφάλιση σε πρώτο κίνδυνο, είναι η ασφαλιστική πρακτική που καλύπτει μόνο μέχρι ενός ανώτατου ορίου πιθανή ζημιά, παραβλέποντας τη συνολική αξία του ασφαλιζομένου πράγματος, που μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερη και σε περίπτωση ζημιάς, δεν ισχύει ο αναλογικός όρος της υπασφάλισης. Σκοπός αυτής της μορφής ασφάλισης, είναι να καλύψει το μέγιστο ποσό ζημίας που μπορεί να προκληθεί και όχι το σύνολο της ασφαλιστικής αξίας.

Αντικείμενο της Ασφαλίσεως
Αντικείμενο της Ασφάλισης μπορεί να είναι οποιαδήποτε περιουσία ουσιαστικής αξίας ή οποιοδήποτε γεγονός που, όταν συμβεί, θα προκαλέσει την απώλεια ενός νομικού δικαιώματος ή τη δημιουργία νομικής ευθύνης

Ασφαλιστικό Συμφέρον
Ασφαλιστικό συμφέρον, είναι το οικονομικό ενδιαφέρον που προκύπτει για τον ασφαλιζόμενο, από την διατάραξη της νομικά κατοχυρωμένης σχέσεως, που τον συνδέει με το αντικείμενο της ασφαλίσεως

Ασφαλιστική Αξία
Στην ασφαλιστική σύμβαση, ασφαλιστική αξία ονομάζεται η αντικειμενική, πραγματική αξία, ενός πραγματικού αντικειμένου, μια δεδομένη «στιγμή». Σε μια σύμβαση, η ασφαλιστική αξία επιδέχεται αυξομειώσεις σε δεδομένες «στιγμές», λόγω παλαιότητας, υποτίμησης ή διαφοροποίησης.

Απαλλαγή
Απαλλαγή, είναι το συμφωνηθέν αφαιρετέο ποσό, από την αποζημίωση που καταβάλει ο ασφαλιστής και επιβαρύνει τον ασφαλιζόμενο. Μερικές φορές συμφωνείται, με όρο του ασφαλιστηρίου, ο ασφαλιστής να απαλλάσσεται από το να καταβάλει ένα μέρος των ζημιών, κάθε φορά που καλείται να αποζημιώσει, επιβαρύνοντας με το ποσό αυτό τον δικαιούχο. Έτσι, ζητείται από τον λήπτη της ασφάλισης, να αναλάβει ένα μέρος ευθύνης του κινδύνου για λογαριασμό του.

Ασφαλιστικό Ποσό
Ασφαλιστικό ποσό είναι το ποσόν για το οποίο θα πρέπει να συνομολογείται κάθε φορά η ασφαλιστική σύμβαση, το οποίο αποτελεί ταυτόχρονα και το ανώτατο όριο ευθύνης του ασφαλιστή.

Συνασφάλιση – Διπλή Ασφάλιση
Συνασφάλιση έχουμε όταν το ίδιο το συμφέρον ασφαλίζεται κατά του ίδιου κινδύνου και για την ίδια χρονική στιγμή σε περισσότερους από έναν ασφαλιστές και τα επιμέρους ασφαλιστικά ποσά δεν υπερβαίνουν συνολικά την ασφαλιστική αξία. Διπλή ασφάλιση αντιθέτως έχουμε όταν πλήρως ασφαλισμένα οικονομικά αγαθά ασφαλίζονται εκ νέου, μερικώς ή ολικώς.

Δικαιούχος
Δικαιούχος είναι το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που έχουν καθοριστεί να εισπράξουν ασφαλισμένα ποσά, σε περίπτωση που πραγματοποιηθεί ο ασφαλιστικός κίνδυνος. Αλλαγή δικαιούχου στη διάρκεια ασφάλισης μπορεί να γίνει μετά από γραπτό αίτημα του συμβαλλομένου το οποίο προσυπογράφει και ο ασφαλισμένος. Ο Δικαιούχος μπορεί να είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο.

Επασφάλιστρο
Επασφάλιστρο είναι το επιπλέον ασφάλιστρο που πληρώνει ο ασφαλισμένος, είτε λόγω επαγγέλματος, είτε λόγω υγείας. Τα επαγγελματικά επασφάλιστρα καθορίζονται σύμφωνα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ορισμένων επαγγελμάτων, ενώ τα επασφάλιστρα υγείας καθορίζονται με βάση τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει ο ασφαλισμένος.

Υπασφάλιση
Υπασφάλιση υπάρχει, όταν το καλυπτόμενο ασφαλιστικό ποσό ή ασφαλιζόμενο κεφάλαιο είναι μικρότερο από την ασφαλιστική αξία του πράγματος. Έτσι, σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου, ισχύει ο αναλογικός όρος. Στην υπασφάλιση, σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου, η αποζημίωση είναι ανάλογη με τη σχέση της ασφαλιστικής αξίας και του ασφαλιστικού ποσού-ασφαλιζόμενου κεφαλαίου.

Υπερασφάλιση
Υπερασφάλιση υπάρχει, όταν το καλυπτόμενο ασφαλιστικό ποσό ή ασφαλιζόμενο κεφάλαιο, είναι μεγαλύτερο από την ασφαλιστική αξία του πράγματος. Αυτό μπορεί να οφείλεται, είτε σε ακούσια υπερτίμηση της ασφαλιστικής αξίας του πράγματος, είτε σε εκούσια δόλια πρόθεση του λήπτη της ασφάλισης-ασφαλισμένου. Ανεξάρτητα του αν συμβαίνει το ένα ή το άλλο και τους λόγους στους οποίους οφείλεται, αντίκειται τόσο στην ασφαλιστική αρχή διαχείρισης κινδύνου, όσο και στην υφιστάμενη νομοθεσία.

Ασφαλιστικός Πράκτορας
Ασφαλιστικός Πράκτορας είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη, απ΄ ευθείας ή μέσω άλλων διαμεσολαβούντων (Ασφαλιστικών Συμβούλων), ασφαλιστικών εργασιών, για λογαριασμό μιας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, με τις οποίες έχει συνάψει σύμβαση ασφαλιστικής πρακτορεύσεως και από τις οποίες αμείβεται με προμήθεια.
Ο Ασφαλιστικός Πράκτορας παρουσιάζει προτείνει, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ο ίδιος ή μέσω συνεργατών του, τις ασφαλιστικές συμβάσεις των πελατών του, με τις επιχειρήσεις που συνεργάζεται.

Ασφαλιστικός Σύμβουλος
Ασφαλιστικός Σύμβουλος είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο συνεργάζεται, με σύμβαση έργου, με Ασφαλιστικές Επιχειρήσεις, Ασφαλιστικούς πράκτορες, Μεσίτες ή Συντονιστές Ασφαλιστικών Συμβούλων, στους οποίους τοποθετεί τις εργασίες των πελατών του με αντίστοιχες ασφαλιστικές συμβάσεις.
Αντικείμενο της δραστηριότητας του Ασφαλιστικού Συμβούλου είναι η μελέτη της ασφαλιστικής αγοράς καθώς και η μελέτη και ανάλυση των ασφαλιστικών αναγκών των υποψήφιων πελατών του, προκειμένου να παρουσιάσει και να προτείνει, κάθε φορά τις ποιο ενδεδειγμένες ασφαλιστικές λύσεις στους πελάτες του.

Ασφαλιστικός Υπάλληλος
Υπάλληλος ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων ασφαλιστικής πρακτόρευσης ή εταιριών μεσιτείας ασφαλίσεων μπορούν να ασκούν διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλίσεων για λογαριασμό των επιχειρήσεων στις οποίες εργάζονται ή άλλων συνδεδεμένων με αυτές, μετά από έγκριση του εργοδότη τους.
Η σχέση του ασφαλιστικού υπαλλήλου με τις προαναφερόμενες επιχειρήσεις, για λογαριασμό των οποίων διαμεσολαβεί κατά τα ανωτέρω, είναι σύμβαση έργου και ανεξάρτητη από τη σύμβαση εργασίας.